στηθοσκόπιο

στηθοσκόπιο
(Ιατρ.). Ιατρικό όργανο που χρησιμοποιείται για την ακρόαση της καρδιάς, του θώρακα και περιοχών του σώματος, όπου δεν εφαρμόζει καλά το αυτί (υπερκλείδιοι βόθροι, μασχαλιαία κοιλότητα κ.ά.). Στην απλούστερή του μορφή πρόκειται για έναν κοίλο κύλινδρο από στερεό υλικό (ξύλο, μέταλλο, βακελίτης κ.ά.), που έχει το πάνω άκρο του πλατύ για v’ ακουμπά το αυτί και το κάτω κωνοειδές. Αποτελείται συνήθως από δύο ελαστικούς σωλήνες που με το ένα άκρο τους συνδέονται στο κυρίως όργανο και με το άλλο τους καταλήγουν σε δυο «ελιές» που έχουν τέτοιο σχήμα, ώστε να διευκολύνεται η τοποθέτησή τους στον έξω ακουστικό πόρο. Στο φωνενδοσκόπιο, που έχει τον ίδιο σκοπό, το κωνοειδές άκρο έχει αντικατασταθεί από ένα είδος μεταλλικού τυμπάνου που χρησιμεύει ως αντηχείο, κοίλο ή σκεπασμένο από μια μεμβράνη, που συνδέεται με τους ελαστικούς σωλήνες. Γιατρός στηθοσκοπεί βρέφος. Το ιατρικό αυτό όργανο αποτελεί σταθμό στην ιστορία της ιατρικής γιατί βοήθησε αποφασιστικά στη διάγνωση πολλών ασθενειών.
* * *
το, Ν
ιατρ. ιατρικό όργανο που χρησιμοποιείται για την ακρόαση ήχων που παράγονται στο εσωτερικό τού σώματος, κυρίως στην καρδιά ή στους πνεύμονες («στερεοσκοπικό στηθοσκόπιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stethoscope (< στήθος + -σκόπιο < -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι). Η λ., στον λόγιο τ. στηθοσκόπιον, μαρτυρείται από το 1849 στον Ν. Κωστή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στηθοσκόπιο — το ιατρικό εργαλείο για την ακρόαση των ήχων της θωρακικής κοιλότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • Stethoscope — Modern stethoscope. The stethoscope (from Greek στηθοσκόπιο, from στήθος, stéthos chest and σκοπή, skopé examination) is an acoustic medical device for auscultation, or listening to the internal sounds of an animal body. It is often used to… …   Wikipedia

  • Palmoskopie — Modernes akustisches Stethoskop Stethoskope aus dem 19. Jahrhundert …   Deutsch Wikipedia

  • Phonendoskop — Modernes akustisches Stethoskop Stethoskope aus dem 19. Jahrhundert …   Deutsch Wikipedia

  • Stethoskop — Modernes akustisches Stethoskop Stethoskope aus …   Deutsch Wikipedia

  • Estetoscopio — Saltar a navegación, búsqueda Estetoscopio moderno. El estetoscopio (Griego στηθοσκόπιο, de στήθος, stéthos σκοπή, skopé observar), o fonendoscopio, es un aparato acústico usado en medicina, kinesiología, fonoaudiología, veterinaria y …   Wikipedia Español

  • Стетоскоп — Первые стетоскопы …   Википедия

  • Фонендоскоп — Первые стетоскопы. Стетофонендоскоп Стетоскоп (др. греч. στηθοσκόπιο, из …   Википедия

  • -σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”